Ο Γεώργιος Βιζυηνός- με πραγματικό όνομα Γεώργιος Σύρμας- γεννήθηκε από φτωχούς γονείς στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης 8 Μαρτίου του 1849 και πέθανε στην Αθήνα 15 Απριλίου του 1896.

Ποιητής, πεζογράφος και λόγιος, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ελληνικής λογοτεχνίας.

  Ορφάνεψε από πατέρα σε ηλικία 5 ετών και στη συνέχεια βίωσε τον θάνατο των τριών από τα τέσσερα αδέρφια του. Μόλις 10 ετών μετακομίζει στην Κωνσταντινούπολη για να μάθει ραπτική. Η γνωριμία του με τον Κύπριο πλούσιο έμπορο, Γιάγκο Τσελεπή, τον οδηγεί για λίγα χρόνια στην Κύπρο, όπου φοιτά στην Ελληνική Σχολή Λευκωσίας. Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη το 1873, δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή «Ποιητικά Πρωτόλεια».Τότε εμφανίζεται στη ζωή του ο Γεώργιος Ζαρίφης -πλούσιος ομογενής – που θα γίνει ο μεγάλος του προστάτης και θα χρηματοδοτήσει τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Αθηνών. Ο Βουτσιναίος Ποιητικός Διαγωνισμός τον βραβεύει για το επικό του ποίημα «Κόδρος».Απογοητευμένος όμως από την ποιότητα σπουδών μεταβαίνει στη Γερμανία για να σπουδάσει Φιλοσοφία. Εκεί είχε την τύχη να είναι  μαθητής του φιλόσοφου Χέρμαν Λότζε αλλά και του θεμελιωτή της Πειραματικής Ψυχολογίας Βίλχελμ Βουντ. Το 1881 τυπώνεται στη Λειψία η διδακτορική του διατριβή «Το παιδικό παιχνίδι υπό άποψη ψυχολογική και παιδαγωγική» (Das Kinderspiel in Bezug auf Psychologie und Paedagogik).

Τρία χρόνια αργότερα- λόγω του θανάτου του χρηματοδότη του – αναγκάζεται να επιστρέψει στην Αθήνα και διδάσκει στο Ωδείο Αθηνών, όπου και ερωτεύεται την δεκαεξάχρονη μαθήτριά του Μπετίνα Φραβασίλη.

Το 1886 γράφει το έργο «Ο Μοσκώβ – Σελήμ»που διαδραματίζεται στη Θράκη.

Είναι πραγματικά εκπληκτικό για την εποχή του και εξαιρετικά επίκαιρο για σήμερα το πώς ο Βιζυηνός , υπερβαίνοντας τις προκαταλήψεις και προβάλλοντας την αρετή του Τούρκου Σελήμ, καταρρίπτει τα στερεότυπα του «ομοεθνούς φίλου»και του «αλλοεθνούς εχθρού» δίχως η κοσμική τάξη να διασαλεύεται από την ετερότητα του Σελήμ και κατ’ επέκταση από την ετερότητα του κάθε ανθρώπου.

Το 1887 εγκαταλείπει την Αθήνα και εγκαθίσταται στην γενέτειρά του προσπαθώντας να βρει χρηματοδότες για την εκμετάλλευση των μεταλλείων χρυσού στη Θράκη.

Δυστυχώς όμως το 1890 αρχίζουν να τον ταλαιπωρούν πόνοι από νόσημα του μυελού των οστών που του φέρνουν αυπνίες και τον καθιστούν ανίκανο να εργαστεί. Δύο χρόνια αργότερα το νόσημα εξελίσσεται σε φρενική νόσο και καταλήγει έγκλειστος – στις 14 Απριλίου 1892- στο Δρομοκαίτειο Ψυχιατρείο όπου ζει βυθισμένος στις ουτοπικές του εμμονές για την εκμετάλλευση του μεταλλείου και στο παραληρηματικό του πάθος για τη νεαρή Μπετίνα Φραβασίλη. Ύστερα από 4 χρόνια εγκλεισμού πεθαίνει σε ηλικία 47 ετών.

  Ο Γεώργιος Βιζυηνός είναι ένας συγγραφέας του 19ου αιώνα που άνοιξε τον δρόμο προς την γνήσια ελληνική διηγηματογραφία χωρίς δάνεια και κάποιο ιδιαίτερο πρότυπο, συνδυάζοντας εύστοχα την αλήθεια και τη γνησιότητα του βιωματικού στοιχείου με την αρτιότητα στην τεχνική σύνθεση των διηγημάτων του.

Σημαντικότερα από τα πεζά του έργα είναι : «Το αμάρτημα της μητρός μου»(1883) με το οποίο καθιερώνεται στην ελληνική πεζογραφία και που μαζί με το «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως»δημοσιεύθηκαν στην Εστία.

«Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» (1883)

«Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας» (1884)

«Το μόνον της ζωής μου ταξίδιον» (1884) και το «Μοσκώβ Σελήμ» (1895).

Η πρωτοποριακή του θέση στα νεοελληνικά γράμματα οφείλεται στην ψυχογραφική ανάλυση των ηρώων του. Οι χαρακτήρες του είναι προικισμένοι με την ατομικότητά τους την οποία όμως υπερβαίνουν και γίνονται σύμβολα οικουμενικά προβάλλοντας την τραγική μοίρα των ανθρώπων ανεξαρτήτως εθνικότητας, θρησκείας, φύλου ή άλλης προκατάληψης.

Σήμερα, 128 χρόνια μετά τον θάνατό του, το έργο του Βιζυηνού συγκινεί δίνοντας μαθήματα κοσμοπολιτισμού. Ένας παλιός συγγραφέας, πρωτοποριακός έως αιρετικός για την εποχή του, συντελεί στην ανάδειξη της Λογοτεχνίας ως πεδίου διαπραγμάτευσης και επαναπροσδιορισμού των ταυτοτήτων πυροδοτώντας μια εκ νέου ανάγνωση του έργου του η οποία με φόντο την ετερότητα μεταγγίζει ήθος και ανθρωπιά.